κοσκυλμάτια: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλλω]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοσκυλμάτια:''' -ων, τά, κομματάκια δέρματος· στον Αριστοφ., λέγεται για τα υπολείμματα κολακείας που προσέφερε ο [[βυρσοδέψης]] Κλέωνας στον προστάτη του <i>Δήμου</i>.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκυλμάτια Medium diacritics: κοσκυλμάτια Low diacritics: κοσκυλμάτια Capitals: ΚΟΣΚΥΛΜΑΤΙΑ
Transliteration A: koskylmátia Transliteration B: koskylmatia Transliteration C: koskylmatia Beta Code: koskulma/tia

English (LSJ)

ων, τά,

   A cuttings of leather: Com., of the scraps of flattery offered by the tanner Cleon to his patron Δῆμος, Ar.Eq.49, cf. Sch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκυλμάτια: -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ βυρσοδέψης Κλέων εἰς τὸν προστάτην αὐτοῦ Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, σκύλλω, πρβλ. λατ. qui-squil-iae).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.
Étymologie: σκύλλω.

Greek Monotonic

κοσκυλμάτια: -ων, τά, κομματάκια δέρματος· στον Αριστοφ., λέγεται για τα υπολείμματα κολακείας που προσέφερε ο βυρσοδέψης Κλέωνας στον προστάτη του Δήμου.