μηκασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μηκασμός]]) [[μηκάζω]]<br />η [[φωνή]] τών προβάτων και τών [[αιγών]], το [[βέλασμα]] («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[μηκασμός]]) [[μηκάζω]]<br />η [[φωνή]] τών προβάτων και τών [[αιγών]], το [[βέλασμα]] («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηκασμός:''' ὁ, [[βέλασμα]], Λατ. [[balatus]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκασμός Medium diacritics: μηκασμός Low diacritics: μηκασμός Capitals: ΜΗΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: mēkasmós Transliteration B: mēkasmos Transliteration C: mikasmos Beta Code: mhkasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bleating, τραγοῦ, αἰγῶν, Plu.Sull.27, Poll.5.87.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, das Meckern der Ziegen, Blöken der Schaafe, Plut. qu. Rom. 111 Sull. 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηκασμός: ὁ, τὸ μηκᾶσθαι, Λατ. balatus, Πλουτ. Σύλλ. 27, Πολυδ. Ε΄, 87.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bêlement.
Étymologie: μηκάζω.

Greek Monolingual

ο (Α μηκασμός) μηκάζω
η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

μηκασμός: ὁ, βέλασμα, Λατ. balatus, σε Πλούτ.