μονομάχος: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(25) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μονομάχος]], -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[άτομο]] που μονομαχεί [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται [[μόνος]] [[εναντίον]] άλλου [[επίσης]] μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μονομάχῳ δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχαία [[Ρώμη]]) [[αιχμάλωτος]] ή [[δούλος]] που μονομαχούσε στο [[θέατρο]] με ανθρώπους ή άγρια θηρία [[προς]] [[τέρψη]] τών θεατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])]. | |mltxt=-ο (ΑΜ [[μονομάχος]], -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[άτομο]] που μονομαχεί [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται [[μόνος]] [[εναντίον]] άλλου [[επίσης]] μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μονομάχῳ δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχαία [[Ρώμη]]) [[αιχμάλωτος]] ή [[δούλος]] που μονομαχούσε στο [[θέατρο]] με ανθρώπους ή άγρια θηρία [[προς]] [[τέρψη]] τών θεατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται [[μόνος]] εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μονομάχος]], <i>ὁ</i>, [[επαγγελματίας]] [[μονομάχος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 204] einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) ὁ μόνος πρὸς μόνον μαχόμενος, μ. προστάται Αἰσχύλ. Θήβ. 798· μονομάχον ἐπὶ φρεν’ ἠλθέτην Εὐρ. Φοίν. 1300· μονομάχου δι’ ἀσπίδος, δηλ. ἐν μονομαχίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 819· μονομάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1325· μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471. ΙΙ. μονομάχος, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ μονομαχεῖν, θέα μονομάχων Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 1058, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui combat seul à seul, en combat singulier;
2 ὁ μονομάχος gladiateur à Rome.
Étymologie: μόνος, μάχομαι.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μάχος (< μάχομαι)].
Greek Monotonic
μονομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),·
I. αυτός που μάχεται μόνος εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μονομάχος, ὁ, επαγγελματίας μονομάχος, σε Λουκ.