ὀξυπαγής: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], μυτερή [[άκρη]], [[μυτερός]]<br /><b>2.</b> [[ακανθώδης]], [[αγκαθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πᾱγης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱγ</i>- του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>παγής</i>]. | |mltxt=[[ὀξυπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], μυτερή [[άκρη]], [[μυτερός]]<br /><b>2.</b> [[ακανθώδης]], [[αγκαθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πᾱγης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱγ</i>- του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>παγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.) ; ὄνυξ Nonn.D.14.385 ; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.
German (Pape)
[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s’enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.
Greek Monolingual
ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].
Greek Monotonic
ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.