οὔπω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(30) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[οὔπω]] και οὔ πω και ιων. τ. [[οὔκω]])<br /><b>επίρρ.</b> όχι [[ακόμη]], [[ακόμη]] δεν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούπω]] [[καιρός]]» — δεν [[είναι]] [[ακόμη]] ο [[καιρός]]<br />β) «όσον [[ούπω]]» — <b>βλ.</b> [[οσονούπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, [[διόλου]]. | |mltxt=(Α [[οὔπω]] και οὔ πω και ιων. τ. [[οὔκω]])<br /><b>επίρρ.</b> όχι [[ακόμη]], [[ακόμη]] δεν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούπω]] [[καιρός]]» — δεν [[είναι]] [[ακόμη]] ο [[καιρός]]<br />β) «όσον [[ούπω]]» — <b>βλ.</b> [[οσονούπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, [[διόλου]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὔπω:''' ή [[οὔπω]], Ιων. [[οὔκω]], επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> όχι [[ακόμη]], Λατ. [[nondum]], αντίθ. προς το [[οὐκέτι]] (όχι [[πλέον]], όχι πια), σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επιτετ. [[τύπος]] του αρνητικού μορίου, όχι, [[καθόλου]], <i>σοὶ δ' οὔ πω θεοὶ κοτέουσιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
or οὔ πω, Ion. οὔκω, Adv.
A not yet, opp. οὐκέτι (no longer, no more), usu. with pres. or past (esp. pf., or aor. in pf. sense) tenses, Il.2.799, Od.13.335, Hes. Op.521, Sc.10, Pl.Prt.322b, Men.Epit.98, etc.; freq. with another word between, as οὐ γάρ πω Il.1.262, 2.192; so οὔ τί κω Hdt.6.110; οὔτι πω A.Pers.179, S.Aj.106, El.513 (lyr.), OC1370; οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27, cf. Eu.590, etc. 2 sts. merely as a stronger form of the neg., not, not at all, when it may be used with the pres. or fut., σοὶ δ' οὔ πω . . θεοὶ κοτέουσιν Il.14.143, cf. 12.270, Od. 2.118, S.OT594; οὔ πω τλήσομ' . . ὁρᾶσθαι Il.3.306, cf. Od.5.358: with aor., A.Fr.241, S.OT105.
German (Pape)
[Seite 416] noch nicht, Hom., Hes. u. Folgde, gew. mit dem Präteritum, selten c. praes.; ll. 14, 143 Od. 2, 118. 3, 226. 11, 184. 13, 335. 23, 116; Tragg., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίσταται Aesch. Prom. 984; vgl. Xen. An. 3, 2, 14; – c. fut., Od. 5, 358. – Oft werden die beiden Wörter getrennt (s. πώ). – Soph. O. R. 594 οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος steht für οὔπως.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπω: ἢ οὔ πω, Ἰων. οὔκω, ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ οὐκέτι (ὄχι πλέον), ἀείποτε μετὰ παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· συχνάκις δὲ μετὰ παρεμβαλλομένης 6. 110· οὔτι πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 pas encore;
2 en aucune manière.
Étymologie: οὐ, πώ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οὔπω
1 not . . . yet φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις οὔπω ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.32) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν οὔπω τεθναότ (N. 10.74)
English (Strong)
from οὐ and -πω; not yet: hitherto not, (no…) as yet, not yet.
English (Thayer)
(from οὐ and the enclitic πω), adverb (fr. Homer down) (differing from μήπω, as οὐ does from μή (which see ad init:) not yet;
a. in a negation: L text T Tr WH; R L WH txt, οὐκ); οὐδείς οὔπω, no one ever yet (see οὐδείς, 2, and cf. οὐ, 3a.), L T Tr WH; L Tr WH; b. in questions, nondumne? do ye not yet etc.: R G; L Tr WH; L text T Tr WH).
Greek Monolingual
(Α οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω)
επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν
νεοελλ.
φρ. α) «ούπω καιρός» — δεν είναι ακόμη ο καιρός
β) «όσον ούπω» — βλ. οσονούπω
αρχ.
(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου.
Greek Monotonic
οὔπω: ή οὔπω, Ιων. οὔκω, επίρρ.
1. όχι ακόμη, Λατ. nondum, αντίθ. προς το οὐκέτι (όχι πλέον, όχι πια), σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
2. ως επιτετ. τύπος του αρνητικού μορίου, όχι, καθόλου, σοὶ δ' οὔ πω θεοὶ κοτέουσιν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.