παιδαριώδης: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[παιδαριώδης]], -ῶδες) [[παιδάριον]]<br />αυτός που αρμόζει σε μικρό [[παιδί]], στερημένος σοβαρότητας, [[παιδιακήσιος]], [[παιδιαρίστικος]] («[[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδαριωδώς</i> (Α παιδαριωδῶς)<br />με παιδαριώδη τρόπο, [[χωρίς]] [[σοβαρότητα]]. | |mltxt=-ες (Α [[παιδαριώδης]], -ῶδες) [[παιδάριον]]<br />αυτός που αρμόζει σε μικρό [[παιδί]], στερημένος σοβαρότητας, [[παιδιακήσιος]], [[παιδιαρίστικος]] («[[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδαριωδώς</i> (Α παιδαριωδῶς)<br />με παιδαριώδη τρόπο, [[χωρίς]] [[σοβαρότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιδᾰριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A childish, puerile, Pl.Phlb.14d, Arist. Pol.1270b28, Metaph.995a5, Nicoch.21, Plb.12.4B.1 (Sup.); τὸ -έστατον the most puerile style, Longin.4.1. Adv. -δῶς Plb.27.2.10, Phld.Mus.p.91 K., Gal.14.224.
German (Pape)
[Seite 439] ες, nach kleiner Kinder Art, was sich für kleine Kinder schickt; παιδαριώδη καὶ ῥᾴδια vrbdt Plat. Phil. 14 d; stärker: kindisch, unverständig, οὐ μόνον ἀνιστόρητον, ἀλλὰ καὶ παιδαριώδη, Pol. 12, 3, 1; τὸ ἀκόλαστον καὶ παιδαριῶδες, Plut. Ages. 26; Cat. min. 7. – Adv. παιδαριωδῶς, Pol. 27, 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰριώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «παιδιακίσιος», Πλάτ. Φίληβ. 14D, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 23, Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ΕΛΑΤΤΟΝ) 3, 1, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 7˙ τὸ παιδαριωδέστατον, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖν. 4. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Πολύβ. 27. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: παιδάριον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α παιδαριώδης, -ῶδες) παιδάριον
αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικος («παιδαριώδης συμπεριφορά»).
επίρρ...
παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς)
με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα.
Greek Monotonic
παιδᾰριώδης: -ες (εἶδος), παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Πλάτ.