ὀρθόθριξ: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(29) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])]. | |mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.
Greek Monolingual
ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.
β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό-θριξ)].
Greek Monotonic
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι τρίχες των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.