παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

ον,

   A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιοςπαραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικόςπαραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.

Greek Monotonic

παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.