περιπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και περιπεταννύω Α<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] κυκλικά [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σκεπάζω]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[κατευθύνω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ [[ἄμπελος]]] τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεδιπλώνω]] («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πετάννυμι]] «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]»].
|mltxt=και περιπεταννύω Α<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] κυκλικά [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σκεπάζω]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[κατευθύνω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ [[ἄμπελος]]] τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεδιπλώνω]] («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πετάννυμι]] «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. <i>-πέπτᾰμαι</i>· [[απλώνω]] ή [[τεντώνω]], [[εκτείνω]] [[ολόγυρα]], <i>[[χέρα]] τινί</i>, σε Ευρ.· [[περιπετάννυμι]] φοινικίδας, τις [[απλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς [[ἄκανθος]], απλώνεται [[παντού]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπετάννῡμι Medium diacritics: περιπετάννυμι Low diacritics: περιπετάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: peripetánnymi Transliteration B: peripetannymi Transliteration C: peripetannymi Beta Code: peripeta/nnumi

English (LSJ)

also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι :—

   A spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.) ; [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75 ; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος . . π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8 ; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).

German (Pape)

[Seite 586] u. περιπεταννύω (s. πετάννυμι), ringsherum, darüber breiten, bedecken; περιπετάσασα χέρα φίλι ον, Eur. Hel. 634; περιεπέτασε φοινικίδας, Aesch. 3, 76.

Greek (Liddell-Scott)

περιπετάννῡμι: ὡσαύτως, -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω περί τινα ἢ περί τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· ἄμπελος π. τὰ οἴναρα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, ἁπλοῦται ἐπ’ αὐτοῦ πανταχόθεν, Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.

French (Bailly abrégé)

déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps en parl. de la vigne.
Étymologie: περί, πετάννυμι.

Greek Monolingual

και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].

Greek Monotonic

περιπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. -πέπτᾰμαι· απλώνω ή τεντώνω, εκτείνω ολόγυρα, χέρα τινί, σε Ευρ.· περιπετάννυμι φοινικίδας, τις απλώνω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, απλώνεται παντού, σε Θεόκρ.