περιπλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(32)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιπλανής]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) περιπλανώμενος, [[περιπλανής]].
|mltxt=-ον, Α [[περιπλανής]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) περιπλανώμενος, [[περιπλανής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπλάνιος:''' [ᾰ], -ον, ([[πλάνη]]), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰνιος Medium diacritics: περιπλάνιος Low diacritics: περιπλάνιος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: periplánios Transliteration B: periplanios Transliteration C: periplanios Beta Code: peripla/nios

English (LSJ)

ον, poet. for

   A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.

Greek Monotonic

περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.