πολεμόκλονος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εγείρει τον θόρυβο του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλόνος]] «[[θόρυβος]] πολέμου» (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>κλονος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εγείρει τον θόρυβο του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλόνος]] «[[θόρυβος]] πολέμου» (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>κλονος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεμόκλονος:''' -ον, αυτός που εγείρει, προκαλεί, ξεσηκώνει τον θόρυβο του πολέμου, σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμόκλονος Medium diacritics: πολεμόκλονος Low diacritics: πολεμόκλονος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: polemóklonos Transliteration B: polemoklonos Transliteration C: polemoklonos Beta Code: polemo/klonos

English (LSJ)

ον,

   A raising the din of war, ἔργον Ἄρηος Batr.4; Παλλάς ib.275, Orph.H.32.2.

German (Pape)

[Seite 654] sich kriegerisch tummelnd, Batr. 4. 267.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόκλονος: -ον, ὁ ἐγείρων τὸν θόρυβον τοῦ πολέμου, Βατραχομυομ. 4, 276, Ὀρφ. Ὕμν. 32. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui excite le tumulte de la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κλόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εγείρει τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κλόνος «θόρυβος πολέμου» (πρβλ. μεγαλό-κλονος].

Greek Monotonic

πολεμόκλονος: -ον, αυτός που εγείρει, προκαλεί, ξεσηκώνει τον θόρυβο του πολέμου, σε Βατραχομ.