πολύβοτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολύτροφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για [[βοσκή]] («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολύτροφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για [[βοσκή]] («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>βοτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβοτος Medium diacritics: πολύβοτος Low diacritics: πολύβοτος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: polýbotos Transliteration B: polybotos Transliteration C: polyvotos Beta Code: polu/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω)

   A much-nourishing, αἰὼν βροτῶν A.Th.774 (lyr.).    II having much pasture, Κελαιναί Tim.Pers.153; γῆ D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 660] viel weidend, ernährend, Simmi. ov.; weidereich, Ἰταλία, D. Hal. 1, 37; in poet. Form πουλύβοτος αἰών Aesch. Spt. 730.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοτος: ον (βόσκω) ὁ πολλοὺς τρέφων, αἰὼν βροτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 774. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν βοσκήν, πολλὰς νομάς, γῆ Διον. Ἁλ. 1. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: πολύς, βόσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύτροφος
2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ-βοτος].

Greek Monotonic

πολύβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.