πολυμισής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μισεί [[πολλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίσος]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-<i>μισής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μισεί [[πολλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίσος]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-<i>μισής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠμῑσής:''' -ές ([[μῖσος]]), αυτός που μισεί [[πολύ]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῑσής Medium diacritics: πολυμισής Low diacritics: πολυμισής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΗΣ
Transliteration A: polymisḗs Transliteration B: polymisēs Transliteration C: polymisis Beta Code: polumish/s

English (LSJ)

ές,

   A much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].

Greek Monotonic

πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.