προσεξετάζω: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[εξετάζω]], [[ερευνώ]] επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους [[εἶναι]] τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», <b>Δημοσθ.</b>). | |mltxt=Α<br />[[εξετάζω]], [[ερευνώ]] επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους [[εἶναι]] τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», <b>Δημοσθ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]], [[ψάχνω]] μέσα σε, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).