προσήκω: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω φθάσει ή [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[είμαι]] [[κοντά]] (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[οὐδέν]] μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.<br />β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, [[ιδίως]], συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[συγγενής]], [[οικείος]] («[[πατέρας]] καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ προσήκοντα</i><br />αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω φθάσει ή [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[είμαι]] [[κοντά]] (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[οὐδέν]] μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.<br />β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, [[ιδίως]], συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[συγγενής]], [[οικείος]] («[[πατέρας]] καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ προσήκοντα</i><br />αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσήκω:''' Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φτάσει σε κάποιο [[μέρος]], έχω έρθει, είμαι κοντά, [[πρόχειρος]], είμαι [[παρών]], σε Τραγ.· [[προσήκω]] ἐπὶ τὸν ποταμόν, [[φτάνω]] στον ποταμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[ανήκω]] σε, <i>εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές</i>, εάν ο [[ξένος]] έχει κάποια [[συγγένεια]] με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει [[τόδε]]; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας [[προσήκω]] τὸ [[πάθος]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ανήκω]] σε, σχετίζομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· [[προσήκω]] γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε</i>, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο [[χέρι]] τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. <b>2. α)</b> απρόσ., ανήκει, αφορά, <i>τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων;</i> τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>β)</b> με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, [[οἷς]] προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· <i>οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., <i>οὔ σε προσήκει λέγειν</i>, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> σε μτχ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον, [[αἰτία]] [[οὐδέν]] μοι προσήκουσα, σε Δημ.· <i>τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι</i>, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., <i>τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν</i>, η προσωπική [[ασφάλεια]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αρμόζων, [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[πρόσφορος]], στον ίδ.· <i>τὰ προσήκοντα</i>, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· <i>τὸ προσῆκον</i>, [[καταλληλότητα]], [[συνταίριασμα]], <i>ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος</i>, σε Ευρ.· [[μᾶλλον]] τοῦ προσήκοντος, <i>παρὰ τῷ προσήκοντι</i>, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσήκων βασιλεῖ</i>, σε Ξεν.· και ως ουσ., <i>οἱ προσήκοντές τινος</i>, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή <i>οἱ προσήκοντες</i> μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>αἱ προσήκουσαι ἀρεταί</i>, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οὐδὲν προσήκων</i>, αυτός που δεν έχει καμία [[σχέση]] με την [[υπόθεση]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν</i>, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη [[θλίψη]] του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ. στο ουδ., <i>οὐ προσῆκον</i>, αν και δεν ταιριάζει [[καθόλου]] ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}