προτένθης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ</i>, <i>αἱ προτένθαι</i><br />α) αυτοί που γιόρτασαν τη [[γιορτή]] της Δορπίας<br />β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα [[προτού]] αυτά μεταφερθούν στην [[αγορά]] και τά πουλούσαν σε ανώτερη [[τιμή]], οι μεταπωλητές<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων<br />β) [[άπληστος]], [[λαίμαργος]]<br />γ) [[προγεύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τένθης]] «[[λαίμαργος]]»].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ</i>, <i>αἱ προτένθαι</i><br />α) αυτοί που γιόρτασαν τη [[γιορτή]] της Δορπίας<br />β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα [[προτού]] αυτά μεταφερθούν στην [[αγορά]] και τά πουλούσαν σε ανώτερη [[τιμή]], οι μεταπωλητές<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων<br />β) [[άπληστος]], [[λαίμαργος]]<br />γ) [[προγεύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τένθης]] «[[λαίμαργος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτένθης:''' -ου, ὁ, αυτός που γεύεται [[κάτι]] από [[πριν]], [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], [[πολυφαγάς]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτένθης Medium diacritics: προτένθης Low diacritics: προτένθης Capitals: ΠΡΟΤΕΝΘΗΣ
Transliteration A: proténthēs Transliteration B: protenthēs Transliteration C: protenthis Beta Code: prote/nqhs

English (LSJ)

ου, ὁ (ἡ, Ael.NA15.10), in pl.,

   A those who celebrated the Δορπία (q.v.), ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8.    2 forestaller, regrater, in pl., Ar.Nu.1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7.    3 Adj., greedy, Ael.Fr.39; ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς] Id.NA l.c. (Glossed προγεύστης by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.)

German (Pape)

[Seite 791] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνοςἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προτένθης: -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, λίχνος, λαίμαργος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν ὄνομα οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ ταῦτα κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = προγεύστης, Ἀθήν. 171Β. - Ἡ λέξις εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «προτένθης, ὁ λίχνος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui déguste d’avance, dégustateur ; particul. à Athènes prêtre analogue au παράσιτος.
Étymologie: πρό, τένθης.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι
α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή της Δορπίας
β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές
2. ως επίθ. α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων
β) άπληστος, λαίμαργος
γ) προγεύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τένθης «λαίμαργος»].

Greek Monotonic

προτένθης: -ου, ὁ, αυτός που γεύεται κάτι από πριν, λιχούδης, λαίμαργος, πολυφαγάς, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).