πρόσδετος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προσδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> ο δεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> στερεωμένος, καρφωμένος.
|mltxt=-ον, Α [[προσδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> ο δεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> στερεωμένος, καρφωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσδετος:''' -ον, δεμένος μ' ένα [[πράγμα]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσδετος Medium diacritics: πρόσδετος Low diacritics: πρόσδετος Capitals: ΠΡΟΣΔΕΤΟΣ
Transliteration A: prósdetos Transliteration B: prosdetos Transliteration C: prosdetos Beta Code: pro/sdetos

English (LSJ)

ον,

   A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.).    II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.

German (Pape)

[Seite 755] angebunden; Eur. Rhes. 307, τινί, z. B. λίθῳ, Antiph. 13 (Plan. 147).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσδετος: -ον, δεδεμένος πρός τι πρᾶγμα, τινι Εὐρ. Ρῆσ. 307, Ἀνθ. Πλαν. 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à.
Étymologie: προσδέω¹.

Greek Monolingual

-ον, Α προσδέω (Ι)]
1. ο δεμένος με κάτι
2. στερεωμένος, καρφωμένος.

Greek Monotonic

πρόσδετος: -ον, δεμένος μ' ένα πράγμα, τινι, σε Ευρ.