ῥακά: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
|mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥακά:''' Εβρ. [[λέξη]] που εκφράζει απόλυτη [[περιφρόνηση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακά Medium diacritics: ῥακά Low diacritics: ρακά Capitals: ΡΑΚΑ
Transliteration A: rhaká Transliteration B: rhaka Transliteration C: raka Beta Code: r(aka/

English (LSJ)

Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.

English (Strong)

of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.

Greek Monolingual

ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).

Greek Monotonic

ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη