πώλης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. προήλθε <span style="color: red;"><</span> τα συνθ. σε -[[πώλης]] κατ' [[απόσπαση]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. προήλθε <span style="color: red;"><</span> τα συνθ. σε -[[πώλης]] κατ' [[απόσπαση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πώλης:''' -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, [[πωλητής]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλης Medium diacritics: πώλης Low diacritics: πώλης Capitals: ΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pṓlēs Transliteration B: pōlēs Transliteration C: polis Beta Code: pw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller, dealer, found only in compds., exc. in Ar. Eq.131, 133, 140 (used comically, as the last part of an intended compd.).

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der Verkäufer, Ar. Equ. 131. 133, häufiger in compp.

Greek (Liddell-Scott)

πώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν, πωλητής· εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει πλὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 131, 133, 140· καὶ ἐνταῦθα δ’ ἔτι κεῖται κωμικῶς ὡς τὸ δεύτερον συνθετικὸν μέρος συνθέτου ὀνόματος, ὅπερ δὲν λέγεται πλῆρες.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vendeur.
Étymologie: πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε < τα συνθ. σε -πώλης κατ' απόσπαση].

Greek Monotonic

πώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, πωλητής, σε Αριστοφ.