πτῆσις: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πτήση]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πτήση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτῆσις:''' ἡ ([[πτῆσις]]), [[πέταγμα]], [[πτήση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῆσις Medium diacritics: πτῆσις Low diacritics: πτήσις Capitals: ΠΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ptē̂sis Transliteration B: ptēsis Transliteration C: ptisis Beta Code: pth=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πτῆναι)

   A flight, A.Pr.488, Arist.PA639b2, EN1174a31, Q.S.12.5 (pl.): metaph. of rapid reading, ἡ περὶ τὴν ἀνάγνωσιν π. Lib.Ep.949.2.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, das Fliegen; οἰωνῶν, Aesch. Prom. 486; Arist. eth. 10, 4, 3; πρόσγειος, Luc. pro imag. 8.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆσις: ἡ, (πτῆναι) τὸ πέτεσθαι, Αἰσχύλ. Πρ. 488, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7, Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vol des oiseaux.
Étymologie: R. Πετ, voler ; v. πέτομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. πτήση.

Greek Monotonic

πτῆσις: ἡ (πτῆσις), πέταγμα, πτήση, σε Αισχύλ.