πω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. κω Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]])<br /> <b>1.</b> [[μέχρι]] [[τώρα]], [[ακόμη]] («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο<br /> <b>3.</b> [[κάπως]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] <i>πω</i> έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών <i>πο</i>- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: <i>οὔ</i>-<i>πω</i>, <i>μή</i>-<i>πω</i>, <i>πώ</i>-<i>ποτε</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-)]. | |mltxt=και ιων. τ. κω Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]])<br /> <b>1.</b> [[μέχρι]] [[τώρα]], [[ακόμη]] («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο<br /> <b>3.</b> [[κάπως]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] <i>πω</i> έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών <i>πο</i>- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: <i>οὔ</i>-<i>πω</i>, <i>μή</i>-<i>πω</i>, <i>πώ</i>-<i>ποτε</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πω:''' Ιων. κω, εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μέχρι]] αυτή τη [[στιγμή]], [[ακόμη]], [[σχεδόν]] πάντα με [[άρνηση]] (όπως το Λατ. -[[dum]] στο [[non]]-[[dum]]) με την οποία αποτελεί μια [[λέξη]], [[οὔπω]], [[μήπω]]·<br /><b class="num">II.</b> [[μετά]] τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν [[άρνηση]], σε Σοφ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. κω, enclit. Particle,
A up to this time, yet, in early Ep. always with a neg., with which it sts. forms one word, cf. οὔπω, μήπω, etc.; sts. a word is interposed, οὐδ' ἄρα πώ τι ᾔδεε Il.17.401; μὴ δή πω . . λυώμεθα . . ἵππους 23.7, cf. A.Pr.27,511, S.OT105, Tr.591,1061, etc.; μὴ συναλλάξαντά πω Id.OT1110. II at all, with neg. in Ep., οὐδέ τί πω ἴδμεν (που Ar.Byz.) Il.1.124; οὔ πω τλήσομ' 3.306; μὴ δή πω χάζεσθε 15.426: after Hom. sts. with questions which imply a negative, ἢ ξυναλλάξας τί πω; S.OT1130 (v.l. που) ; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε; has ever a city meditating revolt . .? Th. 3.45.
German (Pape)
[Seite 826] ion. κω, enklit. Partikel, noch, je, irgend; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, noch nicht, die oben angeführt sind, wie οὐπώποτε, οὐδεπώποτε. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für πόθεν gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. πώμαλα.
Greek (Liddell-Scott)
πω: Ἰων. κω, ἐγκλιτ. μόριον, μέχρι τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς πολλάκις ἀποτελεῖ μίαν λέξιν οὔπω, μήπω, ἡ δὲ χρῆσις ἐπεκράτησε μετὰ ταῦτα· ἴδε οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὔτιπω, καὶ μάλιστα· τὸ πώποτε· - ἐνίοτε περεμβάλλεται ἄλλη τις λέξις, οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐνίοτε κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ ὥστε γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο αὐτόθι 1130 πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. πώποτε.
English (Slater)
πω c. neg.,
1 not yet σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) (I. 8.70) ]
English (Strong)
another form of the base of -πώς; an enclitic particle of indefiniteness; yet, even; used only in the comparative. See μηδέπω, μήπω, οὐδέπω, οὔπω, πώποτε.
Greek Monolingual
και ιων. τ. κω Α
(εγκλιτ. μόριο)
1. μέχρι τώρα, ακόμη («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο
3. κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο πω έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών πο- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: οὔ-πω, μή-πω, πώ-ποτε (βλ. λ. πο-)].
Greek Monotonic
πω: Ιων. κω, εγκλιτ. μόριο·
I. μέχρι αυτή τη στιγμή, ακόμη, σχεδόν πάντα με άρνηση (όπως το Λατ. -dum στο non-dum) με την οποία αποτελεί μια λέξη, οὔπω, μήπω·
II. μετά τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν άρνηση, σε Σοφ., Θουκ.