προφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(35)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... [[τρεις]] προφύλακας», Ζαλοκ.<br />β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιωματικός]] φρουράς<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[προφύλαξ]] [[Ἀπόλλων]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ προφύλακες</i><br />οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... [[τρεις]] προφύλακας», Ζαλοκ.<br />β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιωματικός]] φρουράς<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[προφύλαξ]] [[Ἀπόλλων]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ προφύλακες</i><br />οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, [[ιχνηλάτης]], [[πρόσκοπος]]· <i>οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί</i>, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde d’avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.

Greek Monotonic

προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.