σάμβαλον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(36)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σάνδαλον]].
|mltxt=τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σάνδαλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάμβᾰλον:''' τό, Αιολ. αντί [[σάνδαλον]], [[σανδάλι]], πέδιλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάμβαλον Medium diacritics: σάμβαλον Low diacritics: σάμβαλον Capitals: ΣΑΜΒΑΛΟΝ
Transliteration A: sámbalon Transliteration B: sambalon Transliteration C: samvalon Beta Code: sa/mbalon

English (LSJ)

σαμβαλίσκος,

   A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.

Greek (Liddell-Scott)

σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.

Greek Monotonic

σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.