σκωπτόλης: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που περιπαίζει, [[σκώπτης]], [[χλευαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. <i>σκωπτ</i>- του ενεστ. του ρ. <i>σκώπτ</i>-<i>ω</i> με [[επίθημα]] -<i>όλης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>: [[μαίνομαι]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που περιπαίζει, [[σκώπτης]], [[χλευαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. <i>σκωπτ</i>- του ενεστ. του ρ. <i>σκώπτ</i>-<i>ω</i> με [[επίθημα]] -<i>όλης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>: [[μαίνομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκωπτόλης:''' -ου, ὁ, [[σαρκαστής]], αστεϊζόμενος, [[χωρατατζής]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτόλης Medium diacritics: σκωπτόλης Low diacritics: σκωπτόλης Capitals: ΣΚΩΠΤΟΛΗΣ
Transliteration A: skōptólēs Transliteration B: skōptolēs Transliteration C: skoptolis Beta Code: skwpto/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].

Greek Monotonic

σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.