στερρόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος»), <b>πρβλ.</b> <i>οβριμό</i>-<i>γυιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος»), <b>πρβλ.</b> <i>οβριμό</i>-<i>γυιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στερρόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει [[δυνατά]], εύρωστα [[μέλη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόγυιος Medium diacritics: στερρόγυιος Low diacritics: στερρόγυιος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: sterrógyios Transliteration B: sterroguios Transliteration C: sterrogyios Beta Code: sterro/guios

English (LSJ)

ον,

   A with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].

Greek Monotonic

στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.