στηρίζω: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, [[στερεώνω]], [[υποβαστάζω]] (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «[[Ζεὺς]] στήριξε κατὰ χθονός», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στηρίζομαι</i><br />α) [[ακουμπώ]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]], [[στέκομαι]] σε σταθερό [[υπόβαθρο]] (α. «στηριγμένο [[στέγαστρο]] στη γη με γερές κολόνες» β. «[[πόδα]] ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]] την [[ευστάθεια]] μου, [[ισορροπώ]] χρησιμοποιώντας [[κάτι]] ως [[έρεισμα]] (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «[[οὐδαμῇ]] ἐστήρικτο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[βασίζω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[θεμελιώνω]] (α. «η [[κατηγορία]] του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)<br />β) [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[συμπαράσταση]], [[βοηθώ]] κάποιον, [[υποστηρίζω]] («οι φίλοι του τον στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)<br />γ) έχω [[κάτι]] ως [[βάση]], εδράζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδυναμώνω]] κάποιον με την [[παροχή]] τροφής, τον [[στυλώνω]] (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔ<br />β. «[[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ [[ἄρτος]] καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[θεραπεύω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ενισχύω]] κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔ<br />β. «[[καίπερ]] εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ακουμπώ]] («[[οὐδέ]] πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — [[κύμα]] που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσους) [[καταλήγω]], εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα [[σημείο]] ή όργανο του σώματος (α. «[[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για πλανήτη) [[σταματώ]] να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς [[τοὔμπροσθεν]] αὐτῶν πορείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σταθεροποιώ]] («στηρίζειν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Αππ.</b>)<br />β) [[εμμένω]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]] («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br />β) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παρέρχομαι]] («[[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)<br />δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στηρ</i>-<i>ίζω</i> ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ster</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]]). Το ρ. [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. [[στῆρα]]<br /><i>τὰ λίθινα πρόθυρα</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. [[στῆριγξ]] υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[στηρίζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, [[στερεώνω]], [[υποβαστάζω]] (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «[[Ζεὺς]] στήριξε κατὰ χθονός», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στηρίζομαι</i><br />α) [[ακουμπώ]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]], [[στέκομαι]] σε σταθερό [[υπόβαθρο]] (α. «στηριγμένο [[στέγαστρο]] στη γη με γερές κολόνες» β. «[[πόδα]] ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]] την [[ευστάθεια]] μου, [[ισορροπώ]] χρησιμοποιώντας [[κάτι]] ως [[έρεισμα]] (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «[[οὐδαμῇ]] ἐστήρικτο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[βασίζω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[θεμελιώνω]] (α. «η [[κατηγορία]] του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)<br />β) [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[συμπαράσταση]], [[βοηθώ]] κάποιον, [[υποστηρίζω]] («οι φίλοι του τον στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)<br />γ) έχω [[κάτι]] ως [[βάση]], εδράζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδυναμώνω]] κάποιον με την [[παροχή]] τροφής, τον [[στυλώνω]] (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔ<br />β. «[[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ [[ἄρτος]] καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[θεραπεύω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ενισχύω]] κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔ<br />β. «[[καίπερ]] εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ακουμπώ]] («[[οὐδέ]] πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — [[κύμα]] που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσους) [[καταλήγω]], εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα [[σημείο]] ή όργανο του σώματος (α. «[[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για πλανήτη) [[σταματώ]] να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς [[τοὔμπροσθεν]] αὐτῶν πορείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σταθεροποιώ]] («στηρίζειν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Αππ.</b>)<br />β) [[εμμένω]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]] («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br />β) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παρέρχομαι]] («[[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)<br />δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στηρ</i>-<i>ίζω</i> ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ster</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]]). Το ρ. [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. [[στῆρα]]<br /><i>τὰ λίθινα πρόθυρα</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. [[στῆριγξ]] υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[στηρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στηρίζω:''' αόρ. αʹ <i>ἐστήριξα</i>, Επικ. <i>στήριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐστήρισα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐστηριξάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστηρίχθην</i>· παρακ. <i>ἐστήριγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐστήρικτο</i> ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[σταθεροποιώ]], [[υποστηρίζω]], [[στερεώνω]], [[τοποθετώ]], [[καθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε</i>, έστησε στέρεα την [[πέτρα]] στο [[έδαφος]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]] για τον εαυτό μου, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ενισχύω]], [[στερεώνω]], [[καθιδρύω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. = Παθ., <i>στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζον, [[κύμα]] που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, [[εμφωλεύω]], [[καταλήγω]], [[απολήγω]], [[γίνομαι]] [[φανερός]] σε συγκεκριμένο [[μέλος]] του σώματος, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ [[νόσος]]), σε Θουκ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.·<br /><b class="num">1.</b> είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], [[ακλόνητος]]· <i>στηρίξασθαι</i>, [[στέκομαι]] [[σταθερά]], γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν [[ἐστήρικται]], το [[σπίτι]] υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ὅπου]] στηρίζει [[ποτέ]], [[οπουδήποτε]] μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.
}}
}}