ταλαός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[τλήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[ταλακάρδιος]] και έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) κατ' [[επίδραση]] του [[ταναός]]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[τλήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[ταλακάρδιος]] και έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) κατ' [[επίδραση]] του [[ταναός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαός:''' -ή, -όν (*[[τλάω]]) = [[τλήμων]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰός Medium diacritics: ταλαός Low diacritics: ταλαός Capitals: ΤΑΛΑΟΣ
Transliteration A: talaós Transliteration B: talaos Transliteration C: talaos Beta Code: talao/s

English (LSJ)

ή, όν, (Τλάω)

   A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.

German (Pape)

[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].

Greek Monotonic

τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.