χυτρεύς: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει χύτρες, [[τσουκαλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει χύτρες, [[τσουκαλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χυτρεύς:''' -έως, ὁ ([[χύτρα]]), [[αγγειοπλάστης]], Λατ. [[figulus]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεύς Medium diacritics: χυτρεύς Low diacritics: χυτρεύς Capitals: ΧΥΤΡΕΥΣ
Transliteration A: chytreús Transliteration B: chytreus Transliteration C: chytreys Beta Code: xutreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

χυτρεύς: -έως, ὁ (χύτρα), αγγειοπλάστης, Λατ. figulus, σε Πλάτ.