δεῖ: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῖ:''' υποτ. <i>δέῃ</i>, συνηρ. <i>δῇ</i>, ευκτ. <i>δέοι</i>, απαρ. [[δεῖν]], μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], παρατ. [[ἔδει]], Ιων. [[ἔδεε]], μέλ. <i>δεήσει</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδέησε</i>· — απρόσ. (από το [[δέω]] Α, [[δένω]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., <i>δεῖτινὰ ποιῆσαι</i>, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]], [[κάποιος]] πρέπει, [[κάποιος]] οφείλει να κάνει [[κάτι]], Λατ. [[oportet]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]], [[δεῖ]] σε [[ὅπως]] [[δείξεις]] = [[δεῖ]] σε [[δεῖξαι]], σε Σοφ.· — [[σπανίως]] επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει [[ανάγκη]] να κάνει [[κάποιος]]· [[δεῖ]] τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. και απαρ., [[δεῖ]] τι [[γενέσθαι]], σε Θουκ. κ.λπ.· για τη [[φράση]] [[οἴομαι]] [[δεῖν]], βλ. [[οἴομαι]]· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ [[δεῖ]] (ενν. <i>πείθειν</i>), σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από το [[δέω]] Β, [[θέλω]], [[επιθυμώ]]) με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]] από..., υπάρχει [[έλλειψη]], Λατ. [[opus]] est re, οὐδὲν [[δεῖ]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, [[πολλοῦ]] [[δεῖ]], [[πολύ]] λείπει, απέχει [[μακριά]]· ὀλίγου [[δεῖ]], λίγο λείπει, [[σχεδόν]]· σε απαντήσεις, [[πολλοῦ]] γε [[δεῖ]], [[πολλοῦ]] γε καὶ [[δεῖ]], [[μακριά]] απ' αυτό, χρειάζονται [[πολλά]], σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος [[δεῖ]], απέχει [[ακόμα]] [[πολύ]] απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου [[δεῖν]], απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.· μικροῦ [[δεῖν]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] [[μοί]] τινος, Λατ. [[opus]] est [[mihi]] re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] σε προμηθέως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], απόλ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]], είναι αναγκαίο, είναι [[πρέπον]], [[quum]] oporteret, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀπήντα</i>, [[δέον]], δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν [[δέον]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ανάγκη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δέον]], <i>τό</i>, ως ουσ., βλ. αυτ.
|lsmtext='''δεῖ:''' υποτ. <i>δέῃ</i>, συνηρ. <i>δῇ</i>, ευκτ. <i>δέοι</i>, απαρ. [[δεῖν]], μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], παρατ. [[ἔδει]], Ιων. [[ἔδεε]], μέλ. <i>δεήσει</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδέησε</i>· — απρόσ. (από το [[δέω]] Α, [[δένω]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., <i>δεῖτινὰ ποιῆσαι</i>, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]], [[κάποιος]] πρέπει, [[κάποιος]] οφείλει να κάνει [[κάτι]], Λατ. [[oportet]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]], [[δεῖ]] σε [[ὅπως]] [[δείξεις]] = [[δεῖ]] σε [[δεῖξαι]], σε Σοφ.· — [[σπανίως]] επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει [[ανάγκη]] να κάνει [[κάποιος]]· [[δεῖ]] τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. και απαρ., [[δεῖ]] τι [[γενέσθαι]], σε Θουκ. κ.λπ.· για τη [[φράση]] [[οἴομαι]] [[δεῖν]], βλ. [[οἴομαι]]· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ [[δεῖ]] (ενν. <i>πείθειν</i>), σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από το [[δέω]] Β, [[θέλω]], [[επιθυμώ]]) με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]] από..., υπάρχει [[έλλειψη]], Λατ. [[opus]] est re, οὐδὲν [[δεῖ]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, [[πολλοῦ]] [[δεῖ]], [[πολύ]] λείπει, απέχει [[μακριά]]· ὀλίγου [[δεῖ]], λίγο λείπει, [[σχεδόν]]· σε απαντήσεις, [[πολλοῦ]] γε [[δεῖ]], [[πολλοῦ]] γε καὶ [[δεῖ]], [[μακριά]] απ' αυτό, χρειάζονται [[πολλά]], σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος [[δεῖ]], απέχει [[ακόμα]] [[πολύ]] απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου [[δεῖν]], απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.· μικροῦ [[δεῖν]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] [[μοί]] τινος, Λατ. [[opus]] est [[mihi]] re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] σε προμηθέως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], απόλ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]], είναι αναγκαίο, είναι [[πρέπον]], [[quum]] oporteret, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀπήντα</i>, [[δέον]], δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν [[δέον]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ανάγκη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δέον]], <i>τό</i>, ως ουσ., βλ. αυτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεῖ:''' impers. к [[δέω]] II.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖ Medium diacritics: δεῖ Low diacritics: δει Capitals: ΔΕΙ
Transliteration A: deî Transliteration B: dei Transliteration C: dei Beta Code: dei=

English (LSJ)

subj. δέη, sts. contr. δῆ (in codd. of Com., as Ar.Ra.265);

   A ὁπόσου κα δῆ IG4.1484.65 (Epid.), cf. SIG245G47 (Delph.); opt. δέοι Th.4.4; inf.δεῖν; part. δέον (v. infr. IV): impf. ἔδει, Ion. ἔδεε: fut. δεήσει E.Hipp.941, etc.: aor. I ἐδέησε Th.2.77, etc.—Impers. from δέω (A), there is need (the sense of moral obligation, prop. belonging to χρή, is later, S.Ph.583, etc.):    I c.acc.pers.et inf., it is needful for one to do, one must, once in Hom., τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι . . Ἀργείους why need the Argives fight? Il.9.337; δ. <μ'> ἐλθεῖν Pi.O.6.28, etc.: with nom. of the Pron., ἡγούμην . . δεῖν . . μεγαλοψυχότερος φαίνεσθαι D.19.235: rarely δεῖ σ' ὅπως δείξεις, = δεῖ σε δεῖξαι, S.Aj.556, cf.Ph.54; δεῖ σ' ὅπως μηδὲν διοίσεις Cratin.108; (the full constr. in S.Ph.77 τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι . . ὅπως γενήσῃ): rarely c. dat. pers., there is need of .. for... θεοῖσι προσβαλεῖν χθονὶ ἄλλην δεήσει γαῖαν E.Hipp.941, cf. X.An.3.4.35, Oec.7.20: the acc. pers. is often omitted, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ (sc. ἡμᾶς) Hdt.1.8, cf. A.Ag. 567, Eu.826, etc.    2 c. acc. rei et inf., δεῖ τι γενέσθαι Th.5.26; παραδείγματα, καθ' ἃ δέοι ἀποκρίνεσθαι Pl.Men.79a, etc.; also ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι since it was fated for him... since he was doomed .., Hdt.2.161, cf. 8.53, 9.109, S.OT825; for οἴομαι δεῖν, v. οἴομαι.    3 abs. with inf. understood, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ (sc. πείθειν) S.OC1442, cf. OT1273; εἴ τι δέοι, ἤν τι δέῃ (sc. γενέσθαι), X. Mem.1.2.59, Th.1.44; κἂν δέῃ (sc. τροχάζειν), τροχάζῶ Philetaer. 3.    II c. gen. rei, there is need of, freq. with neg., οὐδὲν ἂν δέοι πολλοῦ ἀργυρίου Pl.Cri.45a, etc.; τί δεῖ τῆς ἀρετῆς; Arist.Pol.1309b10; sts. with inf. added, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν A.Pr.870, cf. 875, Supp.407.    b freq. in phrases, πολλοῦ δεῖ there wants much, far from it, ὀλίγου δεῖ there wants little, all but; in full c. inf., πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν Pl.Ap.35d; τοὺς Πλαταιέας ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι [τὸ πῦρ] Th.2.77; πολλοῦ γε δεῖ, πολλοῦ γε καὶ δεῖ Ar.Ach. 543, D.18.300, 21.71; τοῦ πλεῦνος αἰεὶ ἔδεε there was always further to travel, Hdt.4.43; τοῦ παντὸς δεῖ Luc.Merc.Cond.13: also ὀλίγου δεῖν abs., in same sense, Pl.Ap.22a, etc.; μικροῦ δεῖν D.27.29.    2 with dat. pers. added, δεῖ μοί τινος A.Ag.848, E.Med.565, Th.1.71, etc.    3 with acc. pers. added, αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως A.Pr. 86, cf. E.Rh.837, Hipp.23.    4 rarely with Subj. in nom., δεῖ μοί τι something is needful to me, ἓν δεῖ μόνον μοι E.Supp.594; εἴ τι δέοι τῷ χορῷ Antipho 6.12; πρῶτον μὲν τοῦτο δεῖ, ὑπειληφέναι . . D.10.15.    III Med., δεῖται there is need, c. gen., δεῖταί σοι τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως Pl.Men.79c; ὅσων δέοιτο Aen.Tact.13.1; ἑτέρου δεῖσθαι στρατηγοῦ νομίζων Plu.Pel.26: c. inf., ὥστε βραχἔ ἐμοὶ δεῖσθαι φράσαι S.OC570 (codd.); δεήσεται . . ἀναγράφεσθαι Aen.Tact.31.9; τήν μευ γλῶσσαν ἐκτεμεῖν δεῖται Herod.6.41.    IV neut. part. δέον ( δεῖν is dub. in Ar.Fr.220, Lys.14.7, cf. A.D.Adv.132.30, Hdn.Gr.2.328, al., Hsch.): abs., it being needful or fitting, Pl.Prt. 355d, etc.; οὐκ ἀπήντα, δέον, he did not appear in court, though he ought to have done so, D.21.90: c. inf., Ar.Nu.988; οὐδὲν δέον there being no need, Hdt.3.65, etc.: fut. ὡς αὐτίκα δεῆσον διώκειν X.Cyr.3.2.8: aor. δεῆσαν Plu.Fab.9, etc.: also δέον ἂν εἴη, = δέοι ἄν, Plb.2.37.5, etc.: less freq. gen. abs. δέοντος, c. acc. inf., Corn.ND17.    2 Subst. δέον, τό (v. sub voc.).

German (Pape)

[Seite 534] s. δέω.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖ: ὑποτακτ. δέῃ, συνῃρ. δῇ(ὡς γράφεται ὑπὸ τοῦ Δινδ., ἐν μέρει ἐκ χφῶν , ἐν ὀλίγοις χωρίοις τῶν Κωμ., ἴδε εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 266)· εὐκτ. δέοι Θουκ. 4.4· ἀπαρέμφ. δεῖν· μετοχ. δέον (ὡσαύτως συνῃρ. δεῖν, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· παρατ. ἔδει, Ἰων. ἔδεε· μέλλ. δεήσει Εὐρ. , κτλ.· ἀόρ. α' ἐδέησε Θουκ., κτλ. - Ἀπρόσωπ. ἐκ τοῦ δέω. Ι. μετ'αἰτ. προσ. καί ἀπαρ., δεῖ τινα ποιῆσαι, ἐπιβάλλεται εἴς τινα, πρέπει τις ἢ ὀφείλει νὰ πράξῃ τι, Λατ. oportet, decet · παρ᾿ 'Ὁμ. (ὅστις ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ χρή) μόνον δίς, τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι… Ἀργείους ,τίς ἡ ἀνάγκη νὰ πολεμῶσιν οἱ Ἀργεῖοι; Ἰλ. Ι.337· οὕτω, δεῖ μ' ἐλθεῖν Πίνδ. Ο. 6.48· συχνὸν παρ' Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· μετ᾿ ὀνομαστ. τῆς ἀντωνυμ., ἡγούμην πρῶτος αὐτὸς περιεῖναι δεῖν Δημ. 414.15,πρβλ. Jelf Gr.Gr.672.4· σπανίως , δεῖ σε ὅπως δείξεις= δεῖ σε δεῖξαι , Σοφ. Αἴ. 556, πρβλ. Φ.54· δεῖ σ᾿ ὅπως μηδὲν διοίσεις Κρατῖν. Νεμ. 2· (ἡ πλήρης σύνταξις φαίνεται παρὰ Σοφ.Φ.77,τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι,… ὅπως γενήσει)· - σπανίως ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., εἶναι ἀνάγκη νὰ πράξῃ τίς τι, δεῖ τινι ποιῆσαι Εὐρ. Ἱππ. 942, Ξεν.Ἀν. 3.4,35,Οἰκ. 7,20· -ἡ αἰτιατ. τοῦ προσώπου συχνάκις παραλείπεται, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ (ἐνν. ἡμᾶς) Ἡρόδ. 1.8,πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ.567, Εὐμ. 826·-τὸ μέσ. δεῖται κεῖται καὶ ἀπροσώπως,ἴδε παρίημι IV.1. 2) μετ᾿ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ. , δεῖ τι γενέσθαι Θουκ. 5.26· παραδείγματα,καθ᾿ ἃ δέοι ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Μένωνι 79Α,κτλ.· ὡσαύτως , ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι ,ἀφοῦ ἦτο προωρισμένον δι'αὐτόν…, ἀφ'οὗ κατὰ θείαν ἀνάγκην ἔπρεπε νὰ…, Ἡρόδ. 2. 161, πρβλ.8.53.,9.109,Σοφ. Ο.Τ. 825·-οὕτω καὶ ἐν τῇ φράσει οἴομαι δεῖν, ἴδε ἐν λ. οἴομαι. 3) ὅταν κεῖται ἀπολύτως,δυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον, μὴ πεῖθ᾿ ἃ μὴ δεῖ (ἐνν. πείθειν) Σοφ.Ο.Κ.1442, πρβλ. Ο.Τ.1273· εἴ τι δέοι, ἤν τι δέῃ (ἐνν. γενέσθαι) ,Θουκ. , κτλ.· κἂν δῇ (ἐνν. τροχάζειν) , τροχάζω Φιλέταιρ. Ἀταλ.1. ΙΙ.μετὰ γεν. πράγμ.,ὑπάρχει ἀνάγκη τινός ,ἐλλείπει τι, Λατ. opus est re ,οὐδὲν δεῖ τινός,κτλ.,συχν. παρ' Ἡροδ.καὶ Ἀττ.· ἐνίοτε ἀπαρέμφατος προστίθεται, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾿ ἐπεξελθεῖν Αἰσχύλ. Πρ.870,πρβλ. 875,Ἱκέτ. 407. β) λίαν συχνάκις ἐν φράσεσι ,πολλοῦ δεῖ, πολὺ λείπει, μακρὰν ἀπέχει απ᾿ αὐτοῦ, ὀλίγου δεῖ, ὀλίγον λείπει,σχεδόν· πλῆρες μετ᾿ἀπαρ., πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ.35D· τοὺς Πλαταιέας ἐλάχιστα ἐδέησε διαφθεῖραι [τό πῦρ]Θουκ.2.77·-οὕτω ,πολλοῦ γε δεῖ ,πολλοῦ γε καί δεῖ Ἀριστοφ. Ἀχ. 543,Δημ.326.1.,537.14· πλεῦνος δεῖ ,ἀκόμη περισσότερον χρειάζεται ,Ἡρόδ. 4.43· παντὸς δεῖ Λουκ.·-ὡσαύτως ,ὀλίγου δεῖν,ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας,Πλατ.Ἀπολ.22Α,κτλ.· μικροῦ δεῖν Δημ..829.27· καὶ ἐνίοτε ὀλίγου ,κτλ., παραλειπομένου τοῦ δεῖν · πρβλ. δέω(Β),Ι.2,ὀλίγος IV. 2) προστιθεμένης δοτ. προσώπου,δεῖ μοί τινος,Λατ. opus est mihi re, Αἰσχύλ. Ἀγ. 848,Εὐρ.Μηδ.565,Θουκ.1.71,κτλ. 3) προστιθεμένης αἰτιατ. προσώπου ,αὐτό γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86,πρβλ. Σοφ.Ἡλ.612,ΕὐρΡήσ. 837,Ἱππ.23,πρβλ.Πορσ.Ὀρ. 659. 4) τὸ πρᾶγμα σπανίως τίθεται κατ᾿ ὀνομαστ. , δεῖ μοί τι ,μοὶ ἀναγκαιοῖ τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 594,Ἀντιφῶν142.43. ΙΙΙ. οὐδ. μετοχ.δέον (συνῃρ. δεῖν,Ἀριστοφ.Ἀποσπ.15 (Meineke 22), Λυσίας 140.11,πρβλ. Γρηγ. Κορ. 140,Α.Β.5,42 ,Ἡσύχ.)·-ἐν χρήσει ἀπολ.,ὡς τὰ ἐξόν, παρόν,κτλ., ἐνῷ εἶναι ἀναγκαῖον ,πρέπον,κτλ.,Πλάτ. Πρωτ. 355D,κτλ.· οὐκ ἀπήντα ,δέον ,δὲν ἐνεφανίσθη εἰς τὸ δικαστήριον, ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ πράξῃ, Δημ. 543.18· μετ᾿ἀπαρ. ,Ἀριστοφ. Νεφ. 989· οὕτω ,οὐδὲν δέον,ἐνῷ οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει ,Ἡρόδ. 3.65,κτλ.· δεῆσαν Πλούτ.Φαβ.9,κτλ.·-ὡσαύτως ,δέον ἐστί,= δεῖ, Πολύβ. 2.37,5,κτλ. 2) περὶ τοῦ δέον,τό,ὡς οὐσιαστ. ἴδε ἐν λέξει (Ἐν τῇ σημασ.Ι,τὸ δεῖ φαίνεται ὅτι γίνεται ἐκ τοῦ δέω δένω· ἐν δὲ ταῖς σημασ. ΙΙ,ΙΙΙ,ἐκ τοῦ δέω =χρειάζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. δέω².

English (Autenrieth)

(δέω): τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν | Ἀργείους; ‘Why should the Greeks be warring with the Trojans?’ Il. 9.337. Elsewhere χρή in Homer.

English (Slater)

δεῑ impers.
   1 it is necessary πρὸς Πιτάναν δὲ πὰρ Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (cf. χρή, v. 27) (O. 6.28)

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.

English (Strong)

3rd person singular active present of δέω; also deon deh-on'; neuter active participle of the same; both used impersonally; it is (was, etc.) necessary (as binding): behoved, be meet, must (needs), (be) need(-ful), ought, should.

English (Thayer)

(δέον) δεοντος, τό (participle of δεῖ, which see), from (Sophocles and) Herodotus down, that of which there is need, which is requisite, due, proper: δέον ἐστι there is need, T Tr text WH omit; Tr marginal reading brackets ἐστι); followed by the accusative with an infinitive τά μή δέοντα that are not proper, 1 Timothy 5:13.

Greek Monotonic

δεῖ: υποτ. δέῃ, συνηρ. δῇ, ευκτ. δέοι, απαρ. δεῖν, μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, παρατ. ἔδει, Ιων. ἔδεε, μέλ. δεήσει, αόρ. αʹ ἐδέησε· — απρόσ. (από το δέω Α, δένω):
I. 1. με αιτ. προσ. και απαρ., δεῖτινὰ ποιῆσαι, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα πράγμα, κάποιος πρέπει, κάποιος οφείλει να κάνει κάτι, Λατ. oportet, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως, δεῖ σε ὅπως δείξεις = δεῖ σε δεῖξαι, σε Σοφ.· — σπανίως επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει ανάγκη να κάνει κάποιος· δεῖ τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν.
2. με αιτ. πράγμ. και απαρ., δεῖ τι γενέσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· για τη φράση οἴομαι δεῖν, βλ. οἴομαι· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ (ενν. πείθειν), σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. (από το δέω Β, θέλω, επιθυμώ) με γεν. πράγμ., υπάρχει ανάγκη από..., υπάρχει έλλειψη, Λατ. opus est re, οὐδὲν δεῖ τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, πολλοῦ δεῖ, πολύ λείπει, απέχει μακριά· ὀλίγου δεῖ, λίγο λείπει, σχεδόν· σε απαντήσεις, πολλοῦ γε δεῖ, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, μακριά απ' αυτό, χρειάζονται πολλά, σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος δεῖ, απέχει ακόμα πολύ απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου δεῖν, απόλ., με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.· μικροῦ δεῖν, σε Δημ.
2. με δοτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ μοί τινος, Λατ. opus est mihi re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
3. με αιτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ σε προμηθέως, σε Αισχύλ.
III. 1. ουδ. μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, απόλ., όπως το ἐξόν, παρόν, είναι αναγκαίο, είναι πρέπον, quum oporteret, σε Πλάτ.· οὐκ ἀπήντα, δέον, δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν δέον, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη, σε Ηρόδ.
2. αντί δέον, τό, ως ουσ., βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖ: impers. к δέω II.