φλεβικός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[φλέβα]] («φλεβικό [[αίμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[γεωλογικός]] όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη [[διείσδυση]] του μάγματος [[κατά]] [[μήκος]] ρωγμών [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φλεβική [[νάρκωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεβαναισθησία]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[φλέβα]] («φλεβικό [[αίμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[γεωλογικός]] όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη [[διείσδυση]] του μάγματος [[κατά]] [[μήκος]] ρωγμών [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φλεβική [[νάρκωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεβαναισθησία]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλεβικός:''' жильный, венный (πόροι Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβικός Medium diacritics: φλεβικός Low diacritics: φλεβικός Capitals: ΦΛΕΒΙΚΟΣ
Transliteration A: phlebikós Transliteration B: phlebikos Transliteration C: flevikos Beta Code: flebiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a vein, of the veins, φ. πόροι the channels of the veins, Arist.HA510a14, PA647b2; οἱ πόροι οἱ φ. Id.HA561a17.

German (Pape)

[Seite 1290] von den Adern, dazu gehörig, πόρος, Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φλέβα, εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλέβα («φλεβικό αίμα»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό σύστημα»)
2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη διείσδυση του μάγματος κατά μήκος ρωγμών κοντά στην επιφάνεια του εδάφους
3. φρ. «φλεβική νάρκωση»
ιατρ. φλεβαναισθησία.

Russian (Dvoretsky)

φλεβικός: жильный, венный (πόροι Arst.).