νουνεχόντως: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[εχόντως]], <i>υπερ</i>-[[εχόντως]])].
|mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[εχόντως]], <i>υπερ</i>-[[εχόντως]])].
}}
{{elru
|elrutext='''νουνεχόντως:''' Isocr., Men. = [[νουνεχῶς]].
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνεχόντως Medium diacritics: νουνεχόντως Low diacritics: νουνεχόντως Capitals: ΝΟΥΝΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: nounechóntōs Transliteration B: nounechontōs Transliteration C: nounechontos Beta Code: nounexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων),

   A sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).

Greek (Liddell-Scott)

νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.

Greek Monolingual

νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].

Russian (Dvoretsky)

νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.