εὐρυλείμων: Difference between revisions
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρυλείμων:''' -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ. | |lsmtext='''εὐρυλείμων:''' -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρῠλείμων:''' 2, gen. ονος adj. с обширными лугами ([[Λιβύα]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ωνος,
A with broad meadows, Λιβύα Pi.P.9.55.
German (Pape)
[Seite 1095] ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυλείμων: -ον, ἔχων εὐρεῖς λειμῶνας, Λιβύα Πινδ. Π. 9. 95.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux vastes prairies.
Étymologie: εὐρύς, λειμών.
English (Slater)
εὐρῠλείμων
1 with broad meadows “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55)
Greek Monolingual
εὐρυλείμων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + λειμών.
Greek Monotonic
εὐρυλείμων: -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠλείμων: 2, gen. ονος adj. с обширными лугами (Λιβύα Pind.).