κοχλίον: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοχλίον:''' τό, υποκορ. του [[κόχλος]], μικρό [[σαλιγκάρι]], σε Βατραχομ. | |lsmtext='''κοχλίον:''' τό, υποκορ. του [[κόχλος]], μικρό [[σαλιγκάρι]], σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοχλίον:''' (ῑ) τό Batr. v. l. = [[κοχλίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d’un navire.
Étymologie: κόχλος.
Greek Monolingual
κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].
Greek Monotonic
κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.