κατερέω: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερέω:''' ион. = [[κατερῶ]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερέω Medium diacritics: κατερέω Low diacritics: κατερέω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kateréō Transliteration B: katereō Transliteration C: katereo Beta Code: katere/w

English (LSJ)

Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —

   A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a.    2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25.    II declare, πόθεν . . Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).

Greek (Liddell-Scott)

κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα˙- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8˙ τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β˙ τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7˙ κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

fut. ion. de κατερῶ.

English (Slater)

κατερέω
   1 I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)

Greek Monotonic

κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατερέω: ион. = κατερῶ.