καταντικρύ: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταντῑκρύ:''' (<i>ῐ</i> σε Αττ.), πρόθ. με γεν.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατευθείαν]] προς τα [[κάτω]] από, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>ἀντῑκρύ</i>, κατ' ευθείαν [[απέναντι]], <i>ἐς τὰ κ. Κυθήρων</i>, στα μέρη [[απέναντι]] απ' τα [[Κύθηρα]], σε Θουκ.· <i>κατ.ᾗ εἰσρεῖ</i>, ακριβώς [[απέναντι]] από το [[μέρος]] όπου εισρέει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως επίρρ. τόπου, κατ' ευθείαν [[απέναντι]], ἡ [[ἤπειρος]] ἡ κ., σε Θουκ.· <i>ἐκ τοῦ κ</i>., από το [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> κατ' ευθείαν [[μπροστά]], [[ευθεία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''καταντῑκρύ:''' (<i>ῐ</i> σε Αττ.), πρόθ. με γεν.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατευθείαν]] προς τα [[κάτω]] από, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>ἀντῑκρύ</i>, κατ' ευθείαν [[απέναντι]], <i>ἐς τὰ κ. Κυθήρων</i>, στα μέρη [[απέναντι]] απ' τα [[Κύθηρα]], σε Θουκ.· <i>κατ.ᾗ εἰσρεῖ</i>, ακριβώς [[απέναντι]] από το [[μέρος]] όπου εισρέει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως επίρρ. τόπου, κατ' ευθείαν [[απέναντι]], ἡ [[ἤπειρος]] ἡ κ., σε Θουκ.· <i>ἐκ τοῦ κ</i>., από το [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> κατ' ευθείαν [[μπροστά]], [[ευθεία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταντικρύ:''' <b class="num">I</b> (Hom. тж. ῡ) praep. [[cum]] gen., редко dat.<br /><b class="num">1)</b> прямо с (чего-л.) (κ. [[τέγεος]] [[πεσέειν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> прямо напротив (τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.): ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы; [[καταλαβεῖν]] ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. занять места напротив пританеев; (τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὶ [[ἐναντίως]] ῥέων [[Ἀχέρων]] Plat., Ахеронт, текущий в направлении, противоположном Океану.<br /><b class="num">II</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> прямо (на)против (ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.): κ. ὁρᾶν Plat. смотреть прямо в лицо; εἰς τὸ κ. Plat. в (на) противоположную сторону; ἡ [[ἤπειρος]] ἡ κ. Thuc. противолежащий материк;<br /><b class="num">2)</b> прямо, напрямик (λέγειν Arst.): εἰς τὸ κ. Plat. по прямой линии; κ. καὶ κατὰ τὸ [[εὐθύ]] Plat. совершенно прямым путем.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντικρύ Medium diacritics: καταντικρύ Low diacritics: καταντικρύ Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΚΡΥ
Transliteration A: katantikrý Transliteration B: katantikry Transliteration C: katantikry Beta Code: katantikru/

English (LSJ)

Prep. c. gen.,

   A straight down from, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Od.10.559, cf. 11.64.    2 in Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite, πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ . . ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which... dub. l. in Pl. Phd.112d: c. dat., κ. τῇ θέσει Arist.Mete.356a10; τῷ ἡλίῳ D.C.60.26.    II Adv. of Place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136; ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd.274c, cf. Prt.315c; τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R.515a; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm.169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b); πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6.    b in opposition, to the contrary, κατὰ τὴν κ. ἢ ὡς Γλαύκων λέγει Arist.Po.1461a35.    2 straight forward, Id.HA591b24; opp. πλάγια, Pl.Tht.194b.    3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν . . μὴ κ. Arist.Rh.1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form καταντροκύ is found in Att. Inscrr., IG22.1668.88.]

German (Pape)

[Seite 1366] gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]

Greek (Liddell-Scott)

καταντικρύ: πρόθ. μετὰ γεν., κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὰ κάτω ἔκ τινος, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64. 2) παρ’ Ἀττ. = τῷ Ὁμηρικῷ ἀντῑκρύ, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, πρυτάνεων καταντῐκρὺ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 87· ἐς τὰ κ. Κυθήρων, εἰς τὰ μέρη τὰ ἀπέναντι τῶν Κυθήρων, Θουκ. 7. 26· κ. ᾗ εἰσρεῖ ἐξέπεσεν, ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῦ μέρους ἔνθα…, Πλάτ. Φαίδων 112Ε· Σηστὸν κ. Ἀβύδου Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· μεταγεν. μετὰ δοτ., κ. τῇ θέσει Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 32, ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. τόπου, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Θουκ. 1. 136· ἐν τῷ κ. προστῆναί τινι Πλάτ. Εὐθύδ. 274C, πρβλ. Πρωτ. 315C· εἰς τὸ κ. τοῦ σπηλαίου, εἰς τὴν ἀπέναντι πλευρὰν τοῦ σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 515Α· ἐκ τοῦ κ., ἐκ τοῦ ἀπένταντι μέρους, αὐτόθι Β· κ. ὁρᾶν, βλέπω κατὰ πρόσωπον, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 169C· πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Πολύβ. 4. 39, 6. 2) κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἐντελῶς, πέρα καὶ πέρα, τοπικῶς τε καὶ μεταφ., Πλαταιεῖς καταντικρὺ Βοιωτοί, φανερά, Θουκ. 7. 57· εἰς τὸ κ. Πλάτ. Φαίδων 72Β, Λυσ. 207Α· ἐπὶ τὸ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 10· κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ, κατ’ εὐθεῖαν, Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 444. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀντικρύ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 droit en bas de, gén.;
2 droit en face, en face de, gén..
Étymologie: κατά, ἀντικρύ.

English (Autenrieth)

see ἀντικρύ.

Greek Monolingual

και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.)
αρχ.
1. αντιθέτως («κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει», Αριστοτ.)
2. κατευθείαν μπροστά («τοῑς μὲν οὖν ἄλλοις ἰχθύσιν ἡ θύρα τῶν ἡττόνων καταντικρὺ γίγνεται τοῑς στόμασιν», Αριστοτ.)
3. ολοφάνερα
4. (ως πρόθεση) κατευθείαν προς τα κάτω από κάποιο μέρος («καταντικρὺ τέγεος πέσε», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

καταντῑκρύ: ( σε Αττ.), πρόθ. με γεν.,
I. 1. κατευθείαν προς τα κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.
2. = ἀντῑκρύ, κατ' ευθείαν απέναντι, ἐς τὰ κ. Κυθήρων, στα μέρη απέναντι απ' τα Κύθηρα, σε Θουκ.· κατ.ᾗ εἰσρεῖ, ακριβώς απέναντι από το μέρος όπου εισρέει, σε Πλάτ.
II. 1. ως επίρρ. τόπου, κατ' ευθείαν απέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ., σε Θουκ.· ἐκ τοῦ κ., από το απέναντι μέρος, σε Πλάτ.
2. κατ' ευθείαν μπροστά, ευθεία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταντικρύ: I (Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1) прямо с (чего-л.) (κ. τέγεος πεσέειν Hom.);
2) прямо напротив (τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.): ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы; καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. занять места напротив пританеев; (τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὶ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., Ахеронт, текущий в направлении, противоположном Океану.
II adv.
1) прямо (на)против (ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.): κ. ὁρᾶν Plat. смотреть прямо в лицо; εἰς τὸ κ. Plat. в (на) противоположную сторону; ἡ ἤπειρος ἡ κ. Thuc. противолежащий материк;
2) прямо, напрямик (λέγειν Arst.): εἰς τὸ κ. Plat. по прямой линии; κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. совершенно прямым путем.