προσεγγίζω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεγγίζω:''' <b class="num">1)</b> приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγγίζω Medium diacritics: προσεγγίζω Low diacritics: προσεγγίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: prosengízō Transliteration B: prosengizō Transliteration C: proseggizo Beta Code: proseggi/zw

English (LSJ)

   A bring near, Luc.Am.53.    II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.

German (Pape)

[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. approcher;
2 intr. s’approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.

English (Strong)

from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.

English (Thayer)

1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.

Greek Monotonic

προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

προσεγγίζω: 1) приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);
2) приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).