χόλιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χόλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χόλος]]), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''χόλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χόλος]]), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χόλιος:''' и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).
Greek (Liddell-Scott)
χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.
Greek Monotonic
χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.