ἐπιθυμητικός: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθῡμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την [[επιθυμία]], αυτός που ποθεί [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιθῡμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την [[επιθυμία]], αυτός που ποθεί [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθῡμητικός:''' <b class="num">1)</b> желающий, жаждущий (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;<br /><b class="num">2)</b> страстный, пылкий (οἱ νέοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμητικός Medium diacritics: ἐπιθυμητικός Low diacritics: επιθυμητικός Capitals: ΕΠΙΘΥΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epithymētikós Transliteration B: epithymētikos Transliteration C: epithymitikos Beta Code: e)piqumhtiko/s

English (LSJ)

(hyperdor. ἐπιθῡμ-ᾱτικός Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν,

   A desiring, coveting, lusting after, τινός Pl.R.475b, al.; τὸ ἐ. that part of the soul which is the seat of the desires and affections, ib.439e, Arist.EN1102b30, etc. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός, = ἐπιθυμεῖν, Hell.Oxy.16.4, Pl.Phd.108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23.

German (Pape)

[Seite 943] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.
Étymologie: ἐπιθυμέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθυμητικός, -ή, -όν) επιθυμηση
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν
το μέρος της ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες
μσν.
1. ποθητός
2. ωραίος, ευχάριστος
3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά
4. πρόθυμος
αρχ.
αυτός που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
επίρρ...
ἐπιθυμητικῶς (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — επιθυμώ κάτι).

Greek Monotonic

ἐπιθῡμητικός: -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία, αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμητικός: 1) желающий, жаждущий (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;
2) страстный, пылкий (οἱ νέοι Arst.).