περίνεος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[περίναιος]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>περίνεο</i>(<i>ν</i>).
|mltxt=και [[περίναιος]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>περίνεο</i>(<i>ν</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''περίνεος:''' ὁ анат. промежность Arst.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεος Medium diacritics: περίνεος Low diacritics: περίνεος Capitals: ΠΕΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: períneos Transliteration B: perineos Transliteration C: perineos Beta Code: peri/neos

English (LSJ)

ὁ,

   A space between the anus and scrotum, Hp.Art.71,77, Aph.4.80, Arist.HA493b9 ; male genital organs, Id.GA716a33 (v.l. -ναίους), 766a5 : Gal.19.130 has περινῷ· περινέῳ, Hsch. περίνα· περίναιον, τὸ αἰδοῖον, and περίνος· τὸ αἰδοῖον.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, auch π ερίναιος, = Vorigem, μ ηροῦ ἢ γλουτοῦ τὸ ἐντός, Arist. H. A. 1, 14, vgl.; Poll. 2, 173; de gen. anim. 1, 2. 4, 1, wo es gradezu das männliche Glied zu bedeuten scheint.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεος: ὁ, τὸ μεταξὺ τῆς ἕδρας καὶ τῶν ὄρχεων διάστημα, Ἱππ. 833Η, 834G, 837B, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, π. Ζ. Γεν. 1. 2. 7., 4. 1, 31· - παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1252Ε, κ. ἀλλ., φέρεται περιτόναιον, δηλ. περίναιον· ἐνίοτε παρὰ Γαληνῷ ὡσαύτως περινός· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. περίνα, Σουΐδ. ἐν λέξ. πέριλος. - Ἰδὲ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, σ. 146.

Greek Monolingual

και περίναιος, ὁ, Α
βλ. περίνεο(ν).

Russian (Dvoretsky)

περίνεος: ὁ анат. промежность Arst.