ὀνοφορβός: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνοφορβός:''' -όν ([[φέρβω]]), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὀνοφορβός:''' -όν ([[φέρβω]]), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνοφορβός:''' ὁ пастух ослов, ослятник Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (φέρβω)
A ass-keeper, Hdt.6.68,69.
German (Pape)
[Seite 350] Esel weidend, ὁ, der Eselhüter, Her. 6, 68. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοφορβός: -όν, (φέρβω) ὁ τρέφων ὄνους, Ἡρόδ. 6. 68, 69.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait paître les ânes.
Étymologie: ὄνος, φέρβω.
Greek Monolingual
ὀνοφορβός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -φορβός (< φορβός < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ιππο-φορβός].
Greek Monotonic
ὀνοφορβός: -όν (φέρβω), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοφορβός: ὁ пастух ослов, ослятник Her.