περιστέφω: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[περικυκλώνω]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''περιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[περικυκλώνω]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιστέφω:''' <b class="num">1)</b> окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις [[πανταχόθεν]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303 ; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9 ; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e ; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93 :—Pass., Orph.Fr.186 : metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.
French (Bailly abrégé)
couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.
English (Autenrieth)
set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are not ‘crowned’ with grace, Od. 8.175.
Greek Monolingual
Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).
Greek Monotonic
περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περιστέφω: 1) окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);
2) оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις πανταχόθεν Plut.).