ὁλμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁλμοποιός:''' ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ. | |lsmtext='''ὁλμοποιός:''' ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλμοποιός:''' ὁ мастер, делающий ступки Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A maker of mortars, Arist.Pol. 1275b28.
German (Pape)
[Seite 324] Mörser machend, Arist. pol. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὅλμους, ἰγδία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de mortiers.
Étymologie: ὅλμος, ποιέω.
Greek Monolingual
ὁλμοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + -ποιός].
Greek Monotonic
ὁλμοποιός: (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὁλμοποιός: ὁ мастер, делающий ступки Arst.