διαμυκτηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαμυκτηρίζω]] (Α) [[μυκτηρίζω]]<br />[[μυκτηρίζω]] υπερβολικά. | |mltxt=[[διαμυκτηρίζω]] (Α) [[μυκτηρίζω]]<br />[[μυκτηρίζω]] υπερβολικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμυκτηρίζω:''' издеваться, осмеивать: ὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog. L. беспощадный в своих насмешках, язвительный. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for μυκτηρίζω, D.L.9.113.
German (Pape)
[Seite 591] verspotten, D. L. 9, 113.
Greek (Liddell-Scott)
διαμυκτηρίζω: ἐπιτεταμ. μυκτηρίζω, Διογ. Λ. 9. 113.
Spanish (DGE)
escarnecer, burlarse de τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.Luc.1.240.35
•abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113.
Greek Monolingual
διαμυκτηρίζω (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρίζω υπερβολικά.
Russian (Dvoretsky)
διαμυκτηρίζω: издеваться, осмеивать: ὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog. L. беспощадный в своих насмешках, язвительный.