κενόφρων: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κενόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει άδειο [[κεφάλι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κενόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει άδειο [[κεφάλι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κενόφρων:''' 2, gen. ονος пустой, легкомысленный, бессмысленный (βουλεύματα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1417] ονος, Leeres, Nichtiges sinnend, βουλεύματα Aesch. Prom. 761.
Greek (Liddell-Scott)
κενόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κενὸν νοῦν, κενὰς φρένας, ματαιόφρων, βουλεύματα Αἰσχύλ. Πρ. 762· πρβλ. κενεόφρων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit vain, frivole.
Étymologie: κενός, φρήν.
Greek Monolingual
κενόφρων και κενεόφρων, ὁ (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ-φρων, καρτερό-φρων].
Greek Monotonic
κενόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει άδειο κεφάλι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κενόφρων: 2, gen. ονος пустой, легкомысленный, бессмысленный (βουλεύματα Aesch.).