διεκδύω: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(9)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεκδύω]] και διεκδύνω (Α) [[εκδύω]]<br />[[διαφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]].
|mltxt=[[διεκδύω]] και διεκδύνω (Α) [[εκδύω]]<br />[[διαφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεκδύω:''' (aor. 2 διεξέδυν)<br /><b class="num">1)</b> проскальзывать (τὸν ὄχλον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ускользать, незаметно скрываться (πειρῶ διεκδῦναι Luc.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 618] (s. δύω), durch etwas herausgehen, durchschlüpfen; Hippocr.; Luc. Hermot. 65; τὸν ὄχλον διεκδύς Plut. Timol. 10.

French (Bailly abrégé)

f. διεκδύσω, ao.2 διεξέδυν;
s’échapper à travers, se glisser hors de.
Étymologie: διά, ἐκδύω.

Greek Monolingual

διεκδύω και διεκδύνω (Α) εκδύω
διαφεύγω, ξεγλιστρώ.

Russian (Dvoretsky)

διεκδύω: (aor. 2 διεξέδυν)
1) проскальзывать (τὸν ὄχλον Plut.);
2) ускользать, незаметно скрываться (πειρῶ διεκδῦναι Luc.).