ἀδόκιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδόκῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή [[δοκιμή]], [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως [[νόθος]], [[ψεύτικος]], εξευτελισμένος, [[ατιμωτικός]], αποδοκιμασμένος ως [[απόβλητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀδόκῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή [[δοκιμή]], [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως [[νόθος]], [[ψεύτικος]], εξευτελισμένος, [[ατιμωτικός]], αποδοκιμασμένος ως [[απόβλητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδόκῐμος:''' <b class="num">1)</b> неполноценный, фальшивый, негодный ([[νόμισμα]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> незнатный, презираемый Xen., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> презренный, жалкий, дрянной (λακίσματα Eur.; [[Μοῦσα]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδόκιμος Medium diacritics: ἀδόκιμος Low diacritics: αδόκιμος Capitals: ΑΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: adókimos Transliteration B: adokimos Transliteration C: adokimos Beta Code: a)do/kimos

English (LSJ)

ον,

   A not legal tender, not current, of coin, Pl.Lg.742a; not approved, of horses, Arist.Ath.49.1.    2 unsatisfactory, unconvincing, of a statement, Ph.Bel.76.47, Alex.Aphr.in Top.576.14.    3 disreputable, λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497; μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. D. 25.36,Ep.Rom.1.28. Adv. -μως Poll.5.160.    4 of persons, Pl.R.618b; discredited, reprobate, X.Lac.3.3, 2 Ep.Tim.3.8, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόκῐμος: -ον, ὁ μὴ δόκιμος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, κίβδηλος, κυρίως ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. ἄνευ φήμης, ἄσημος, ἀφανής, λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς κίβδηλος, ἀπόβλητος, Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de mauvais aloi (monnaie);
2 vil, bas ; méprisé.
Étymologie: ἀ, δόκιμος.

Spanish (DGE)

(ἀδόκῐμος) -ον
I 1de pers. y asim. de mala fama, vil, infame ἀνήρ Democr.B 68, μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. R.618b, X.Lac.3.3, 2Ep.Cor.13.5, ἀ. περὶ τὴν πίστιν 2Ep.Ti.3.8, νοῦς Ep.Rom.1.28, (φαρμακοπώλην) ὁ ποιμήν ... ἐποίησεν ἀδόκιμον el pastor arruinó la reputación (del vendedor de drogas) Thphr.HP 9.17.1, de abstr. λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497, de la tierra yerma Ep.Hebr.6.8.
2 inútil, sin valor σκεύη D.50.36, cf. 25.36, συντάξεις Plb.16.14.9
de cosas inservible, en mal estado κῶπαι IG 22.1604.11, cf. 35 (IV a.C.), σχοινία IG 22.1610.20 (IV a.C.), πηδάλια IG 22.1613.34 (IV a.C.), de un caballo, Arist.Ath.49.1.
3 no aceptado legalmente, sin curso legal de moneda τὸ νόμισμα ... αὐτοῖς μὲν ἔντιμον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἀδόκιμον Pl.Lg.742a, cf. PCair.Zen.176.64 (III a.C.), ID 1450A.194 (II a.C.), IG 11(2).144A.20 (IV d.C.)
de metales con impurezas o escorias, sin valor o de poca ley ἀργύριον LXX Pr.25.4, Is.1.22, Origenes Io.10.29.
4 poco convincente de argumentos, Ph.Bel.76.47, de pers., Alex.Aphr.in Top.576.14
en cont. gram. φράσις Sch.Er.Il.8.389a, cf. 9.18b, ἀνάπαυσις Sch.Er.Il.15.4a
de un vocablo no admitido Phryn.410.
II adv. -ως sin fama, sin renombre Poll.5.160.

English (Abbott-Smith)

ἀδόκιμος, -ον, [in LXX: Pr 25:4, Is 1:22 (סִיג) * ;]
1.of things (prop. of metals: LXX, ll. c.), not standing the test, rejected: γῆ, He 6:8.
2.Of persons, rejected after testing, reprobate: Ro 1:28, I Co 9:27, II Co 13:5-7, II Ti 3:8, Tit 1:16 (Cremer, 212). †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and δόκιμος; unapproved, i.e. rejected; by implication, worthless (literally or morally): castaway, rejected, reprobate.

English (Thayer)

(δόκιμος) (from Euripides down), not standing the test, not approved; properly of metals and coin, ἀργύριον, νόμισμα, Plato, legg. see p. 742a., others; hence, which does not prove itself to be such as it ought: γῆ, of sterile soil, A. V. reprobate), νοῦς, περί τήν πίστιν, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι, Titus 1:16.

Greek Monotonic

ἀδόκῐμος: -ον, I. αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή δοκιμή, κίβδηλος, κυρίως λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως νόθος, ψεύτικος, εξευτελισμένος, ατιμωτικός, αποδοκιμασμένος ως απόβλητος, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδόκῐμος: 1) неполноценный, фальшивый, негодный (νόμισμα Plat., Arst.);
2) незнатный, презираемый Xen., Plat.;
3) презренный, жалкий, дрянной (λακίσματα Eur.; Μοῦσα Plat.).