σίττη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />το [[πτηνό]] [[σίττα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από [[ονοματοποιία]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br />το [[πτηνό]] [[σίττα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από [[ονοματοποιία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σίττη:''' ἡ поползень (птица) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίττη Medium diacritics: σίττη Low diacritics: σίττη Capitals: ΣΙΤΤΗ
Transliteration A: síttē Transliteration B: sittē Transliteration C: sitti Beta Code: si/tth

English (LSJ)

ἡ,

   A nuthatch, Sitta europaea, Arist.HA609b11, 616b22, Call. Fr.173, Sch.Ar.Av.705; αἰσίῳ σίττῃ Call.Iamb.1.121, cf. Lyr.Adesp. 27: also σίττος, ὁ, variously identified, Hsch.

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, eine Art Specht od. Baumkletterer, lat. sitta; Arist. H. A. 9, 16; Callim. frg. 173.

Greek (Liddell-Scott)

σίττη: ἡ, πτηνόν τι, Sitta Europaea, (Ἱππῶναξ) παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 704, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 21., 9. 17, 1, Καλλ. Ἀποσπ. 173˙ - ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει σίττος, ὁ, εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
το πτηνό σίττα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από ονοματοποιία].

Russian (Dvoretsky)

σίττη: ἡ поползень (птица) Arst.