δικεῖν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκεῖν:''' απαρ. του <i>ἔδῐκον</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], [[βάλλω]], σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''δῐκεῖν:''' απαρ. του <i>ἔδῐκον</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], [[βάλλω]], σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκεῖν:''' [inf. к aor. 2 [[ἔδικον]]<br /><b class="num">1)</b> бросить, метнуть Pind., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> отбросить прочь, сорвать, совлечь (τι [[ἀπό]] τινος Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκεῖν Medium diacritics: δικεῖν Low diacritics: δικείν Capitals: ΔΙΚΕΙΝ
Transliteration A: dikeîn Transliteration B: dikein Transliteration C: dikein Beta Code: dikei=n

English (LSJ)

inf. of ἔδῐκον, an aor. used by Pi. and Trag. (the pres.

   A δίκει Aristaenet.2.1 is prob. f. l. for δίεπει):—throw, cast, τι Pi.P.9.123, A.Ch.99; πεδόσε σώματα E.Ba.600; χεῖρ' ἐς οὐρανόν Id.HF 498.    2 strike, δ. πέτρῳ Pi.O.10(11).72; κρᾶτα φόνιον . . ὠλένας δικὼν βολαῖς E.Ph.664.

German (Pape)

[Seite 628] s. δικώ.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ.· πεδόσε σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. πέσημα. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· ἐντεῦθεν δίσκος (ὡς λέσχη ἐκ τοῦ λέγω), καὶ ἴσως δίκτυον).

French (Bailly abrégé)

v. δίκω.

Spanish (DGE)

(δῐκεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad., ind. sin aum. 3a sg. δίκε E.Ph.641, inf. δίκειν Corn.ND 34]
1 lanzar, arrojar, tirar objetos μᾶκος ... ἔδικε ... ὑπὲρ ἁπάντων (πέτρον) lanzó (el disco de piedra) una distancia superior a la de todos Pi.O.10.72, δικοῦσα τεῦχος arrojando el vaso A.Ch.99, cf. E.Ph.1417, 1490, ἐς βαθυσπόρους γύας ... ὀδόντας de la siembra de los dientes del dragón, E.Ph.668, del cuerpo o partes del mismo δικὼν ... σῶμα πατρὸς ἐς δόμους lanzando tu cuerpo a la casa de tu padre, e.d., tirándote al mar, por ser Teseo hijo de Posidón, B.17.63, Μυρτίλου φόνον δικὼν ἐς οἶδμα πόντου E.Or.991, δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα E.Ba.600, cf. Ph.641, κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρόν δικών Lyc.531, χεῖρ' ἐς οὐρανὸν δικών E.HF 498, ἐς κόμας δὲ δακτύλους δικών E.Or.1469, δίκειν γὰρ τὸ βάλλειν Corn.l.c., cf. Hsch.
2 c. doble ac. golpear κρᾶτα φόνιον ὀλεσίθηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς golpeando con movimientos del brazo la cabeza asesina del monstruo E.Ph.665.

• Etimología: Prob. emparentado c. δείκνυμι q.u., c. el sent. originario ‘dirigir’.

Greek Monolingual

δικεῑν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].

Greek Monotonic

δῐκεῖν: απαρ. του ἔδῐκον, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία·
1. ρίχνω, πετώ μακριά, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. πλήττω, χτυπώ, βάλλω, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκεῖν: [inf. к aor. 2 ἔδικον
1) бросить, метнуть Pind., Aesch., Eur.;
2) отбросить прочь, сорвать, совлечь (τι ἀπό τινος Eur.).