ὅσγε: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅσγε:''' [[ἥγε]], [[ὅγε]] (ὅς, γε),<br /><b class="num">I.</b> ο [[οποίος]] ή το οποίο [[τουλάχιστον]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Λατ. [[qui]] [[quidem]] ή [[quippe]] [[qui]], <i>οἵγε ὑπῆρξαν</i>, [[αφού]] ήταν αυτοί [[τουλάχιστον]] που άρχισαν, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὅσγε:''' [[ἥγε]], [[ὅγε]] (ὅς, γε),<br /><b class="num">I.</b> ο [[οποίος]] ή το οποίο [[τουλάχιστον]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Λατ. [[qui]] [[quidem]] ή [[quippe]] [[qui]], <i>οἵγε ὑπῆρξαν</i>, [[αφού]] ήταν αυτοί [[τουλάχιστον]] που άρχισαν, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅσγε:''' ἥ-γε, ὅ-γε<br /><b class="num">1)</b> который однако, тот кто все же: [[ὅγε]] [[μάλιστα]] ἐν τιμῇ ἄγονται Her. однако то (прорицалище), которое в особом почете, (есть прорицалище Лето);<br /><b class="num">2)</b> поскольку, так как или ведь он: οἵγε ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Her. ибо они-то первые и обидели меня.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅσγε Medium diacritics: ὅσγε Low diacritics: όσγε Capitals: ΟΣΓΕ
Transliteration A: hósge Transliteration B: hosge Transliteration C: osge Beta Code: o(/sge

English (LSJ)

ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε)

   A who or which, with emphasis, τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Hdt.2.83, cf. 111, etc. ; τῇ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές Id.7.139.    II mostly, like Lat. qui quidem or quippe qui, οἵ γε . . ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες since it was they who . ., ib.8.β' (cf. ὅς B. 1.1); ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον . . κρίνοντες... ὅς γ' ἐξέλυσας since it was thou who . ., S.OT35, cf. 342,853, OC427, etc.—Never in Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὅσγε: ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) ὅστις τῷ ὄντι ἢ τοὐλάχιστον, ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς τοὐλάχιστον, Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.

French (Bailly abrégé)

ἥγε, ὅγε;
c. ὅς.

Greek Monotonic

ὅσγε: ἥγε, ὅγε (ὅς, γε),
I. ο οποίος ή το οποίο τουλάχιστον, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. Λατ. qui quidem ή quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν, αφού ήταν αυτοί τουλάχιστον που άρχισαν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὅσγε: ἥ-γε, ὅ-γε
1) который однако, тот кто все же: ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Her. однако то (прорицалище), которое в особом почете, (есть прорицалище Лето);
2) поскольку, так как или ведь он: οἵγε ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Her. ибо они-то первые и обидели меня.