εὐπιστία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(15)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐπιστία]]) [[εύπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του εύπιστου, η [[ευκολοπιστία]]<br /><b>2.</b> [[αφέλεια]], [[απλοϊκότητα]], [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> [[ευσεβής]] [[πίστη]].
|mltxt=η (Α [[εὐπιστία]]) [[εύπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του εύπιστου, η [[ευκολοπιστία]]<br /><b>2.</b> [[αφέλεια]], [[απλοϊκότητα]], [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> [[ευσεβής]] [[πίστη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπιστία:''' ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к [[ἀπιστία]]).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπιστία Medium diacritics: εὐπιστία Low diacritics: ευπιστία Capitals: ΕΥΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: eupistía Transliteration B: eupistia Transliteration C: efpistia Beta Code: eu)pisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπιστία: ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к ἀπιστία).